- προοριστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που προορίζει, που προκαθορίζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < προορίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προοριστικώς — ΜΑ επίρρ. όπως είχε προορίσει η θεία βουλή, το θέλημα τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προορίζω, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. επιθ. *προοριστικός] … Dictionary of Greek